Βρισκόμαστε σε μια κρίσιμη καμπή για την άμυνα της ΕΕ μπροστά στην ρωσική επιθετικότητα αλλά και την απαίτηση του Τραμπ για μεγαλύτερες αμυντικές δαπάνες από τις ευρωπαϊκές χώρες στο ΝΑΤΟ. Σε αυτό το ιστορικό πλαίσιο, ο Γερμανός καγκελάριος Μερτς προωθεί τον στρατιωτικό επανεξοπλισμό της Γερμανίας. Αυτό συνιστά μια ιστορική αλλαγή του μεταπολεμικού αμυντικού δόγματος της Γερμανίας με ευρύτερες συνέπειες για την Ευρώπη αλλά και για τη διεθνή κοινότητα. Ο στρατιωτικός επανεξοπλισμός της Γερμανίας σαφώς ενέχει σοβαρούς κινδύνους, αν λάβουμε υπόψη μας τα τραγικά γεγονότα του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου που προκλήθηκαν από τον ναζισμό. Όταν τελείωσε ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος το 1945, η ηττημένη Γερμανία βρέθηκε υπό καθεστώς πλήρους αποστρατικοποίησης και κατοχής από τις Συμμαχικές Δυνάμεις, οι οποίες διέλυσαν τον γερμανικό στρατό και απαγόρευσαν κάθε στρατιωτική δραστηριότητα, ενώ η χώρα χωρίστηκε σε τέσσερις ζώνες κατοχής. Το 1949, με την ίδρυση της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας (Δυτική Γερμανία) και της Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας (Ανατολική Γερμανία), το ζήτημα της άμυνας επανήλθε στο προσκήνιο. Αρχικά δεν επιτρεπόταν η συγκρότηση γερμανικού στρατού. Ωστόσο, η αυξανόμενη σοβιετική απειλή κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου οδήγησαν στη δημιουργία, το 1955, της Bundeswehr, των Ομοσπονδιακών Ενόπλων Δυνάμεων, οι οποίες εντάχθηκαν αμέσως στο ΝΑΤΟ. Η Bundeswehr σχεδιάστηκε με αυστηρή κοινοβουλευτική εποπτεία και με την ιδέα του «πολίτη με στολή», ώστε να αποφευχθούν οι αυταρχικές στρατιωτικές παραδόσεις του παρελθόντος. Η Ανατολική Γερμανία εντάχθηκε στο Σύμφωνο της Βαρσοβίας και συγκρότησε τη Nationale Volkarmee, έναν στρατό υψηλής πειθαρχίας και ισχυρής ιδεολογικής καθοδήγησης. Η Bundeswehr έφθασε να αριθμεί σχεδόν μισό εκατομμύριο στρατιώτες τη δεκαετία του 1980, ενώ συμμετείχε ενεργά στη στρατηγική αποτροπής του ΝΑΤΟ, χωρίς όμως να διαθέτει δικά της πυρηνικά όπλα. Με την πτώση του Τείχους του Βερολίνου και την ενοποίηση της Γερμανίας το 1990, η Ανατολική Γερμανία απορροφήθηκε από την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας και ο στρατός της διαλύθηκε, με ελάχιστους αξιωματικούς να εντάσσονται στη Bundeswehr. Στην περίοδο μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, η Γερμανία δεν ανέπτυξε ισχυρό στρατό λόγω του ναζιστικού παρελθόντος της αλλά και της γενικότερης ηρεμίας στην Ευρώπη. Βέβαια, η Γερμανία ανέλαβε διεθνείς στρατιωτικές αποστολές στα Βαλκάνια, στο Αφγανιστάν και αλλού, πάντοτε όμως με περιορισμούς που όριζε το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο, το οποίο απαιτούσε κοινοβουλευτική έγκριση για επιχειρήσεις εκτός του πλαισίου του ΝΑΤΟ. Από το 1990 και μετά, η Γερμανία απέκτησε τεράστια οικονομική ισχύ και πολιτική επιρροή αλλά η στρατιωτική της ισχύς παρέμενε περιορισμένη, καθώς το Βερολίνο
υιοθετούσε μια κουλτούρα στρατιωτικής αυτοσυγκράτησης, αποφεύγοντας τις υψηλής έντασης επιχειρήσεις. Το δόγμα στρατιωτικής αυτοσυγκράτησης της Γερμανίας άλλαξε σταδιακά και μορφοποιήθηκε οριστικά μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία το 2022. Υπό τη ρωσική απειλή προς την Ευρώπη, ο Καγκελάριος Όλαφ Σολτς δήλωσε τότε ότι η Γερμανία βρίσκεται σε «σημείο καμπής», ανακοινώνοντας ειδικό ταμείο 100 δισεκατομμυρίων ευρώ για τον εκσυγχρονισμό και την ενίσχυση της Bundeswehr. Στόχος υπήρξε η αντικατάσταση παρωχημένου εξοπλισμού, η απόκτηση προηγμένων συστημάτων (F-35, άρματα Leopard κ.ά.), η ενίσχυση του αντιαεροπορικού συστήματος μέσω της European Sky Shield Initiative, καθώς και η ψηφιακή αναβάθμιση της άμυνας. Παράλληλα, η Γερμανία δεσμεύτηκε να ανταποκριθεί στον στόχο του ΝΑΤΟ για δαπάνες 2% του ΑΕΠ, εγκαταλείποντας την προηγούμενη θέση της απέναντι σε αυτόν τον στόχο. Επίσης, ανέλαβε ενεργό ρόλο στην ανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ, μέσω μόνιμου εκστρατευτικού σώματος στη Λιθουανία και ενίσχυσης παρουσίας σε Πολωνία και Σλοβακία – ενέργειες που υπογράμμισαν την προθυμία της να αναλάβει κεντρικό ρόλο στη συλλογική αποτροπή της Ρωσίας.Η εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ στις ΗΠΑ υπήρξε καθοριστική, καθώς ήδη από την πρώτη του θητεία, επανειλημμένα επέκρινε τη Γερμανία για ανεπαρκή συνεισφορά στην άμυνα του ΝΑΤΟ ενώ τώρα ο Τραμπ απαιτεί από τη Γερμανία την αύξηση των αμυντικών δαπανών στο 5% του ΑΕΠ. Ο Καγκελάριος Σολτς απέρριψε την απαίτηση ως υπερβολική, εξηγώντας ότι θα απαιτούσε δαπάνες της τάξης των 200 δις ευρώ ετησίως – σχεδόν τις μισές από τις συνολικές δαπάνες του κρατικού προϋπολογισμού. Αντιθέτως, η νέα κυβέρνηση υπό τον Φρίντριχ Μερτς συμφώνησε ότι η αντιμετώπιση της ρωσικής απειλής απαιτεί σημαντική ενίσχυση της άμυνας και νομιμοποίησε στρατηγικά αυξημένα κονδύλια για την άμυνα έως το 2029. Μάλιστα, ένα νομοσχέδιο που ενέκρινε το υπουργικό συμβούλιο στοχεύει αφενός στην ενίσχυση της Bundeswehr με νέους εφέδρους και αφετέρου θέτει το πλαίσιο για την πιθανή επαναφορά της υποχρεωτικής θητείας, εφόσον οι στόχοι στρατολόγησης δεν επιτευχθούν. Η πρωτοβουλία αυτή αναζωπυρώνει τον δημόσιο διάλογο στη χώρα γύρω από την εθνική άμυνα, την ασφάλεια και τον ρόλο των νέων Γερμανών απέναντι στις προκλήσεις της εποχής. Το υπουργείο Άμυνας ευελπιστεί ότι το σχέδιο αυτό εθελοντικής θητείας διάρκειας έξι μηνών, θα βοηθήσει στον διπλασιασμό του αριθμού των εκπαιδευμένων εφέδρων από το σημερινό επίπεδο των περίπου 100.000 και ότι ορισμένοι από τους εθελοντές θα συνεχίσουν να εργάζονται για τις ένοπλες δυνάμεις. Ο Γερμανός υπουργός Άμυνας Μπόρις Πιστόριους θέλει να αυξήσει τον αριθμό των στρατιωτών σε υπηρεσία από 180.000 σε 260.000 μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 2030, ώστε να επιτευχθούν οι νέοι στόχοι του ΝΑΤΟ και να ενισχυθεί η άμυνα της Γερμανίας, στο πλαίσιο μιας σχεδιαζόμενης αύξησης των στρατιωτικών δαπανών. Όπως δήλωσε ο Πιστόριους σε συνέντευξη Τύπου «Η Bundeswehr (σ.σ. οι ένοπλες δυνάμεις της Γερμανίας) πρέπει να μεγαλώσει […] Η διεθνής κατάσταση ασφάλειας, πάνω απ’ όλα η επιθετική στάση της Ρωσίας, καθιστά αυτό απαραίτητο. […] Δεν χρειαζόμαστε μόνο μια καλά εξοπλισμένη δύναμη, είμαστε ήδη σε καλό δρόμο προς τα εκεί […] Αλλά χρειαζόμαστε επίσης μια Bundeswehr που να είναι ισχυρή από άποψη προσωπικού. Μόνο τότε η αποτροπή στο σύνολό της θα είναι πραγματικά αξιόπιστη έναντι της Ρωσίας». Η απαίτησή του Τραμπ για αύξηση των αμυντικών δαπανών των Ευρωπαίων συμμάχων στο 5% του ΑΕΠ επιτάχυνε τις φωνές υπέρ μιας ισχυρότερης ευρωπαϊκής
αμυντικής αυτονομίας, με τη Γερμανία να αναλαμβάνει πρωτοβουλίες για πιο στενή αμυντική συνεργασία εντός ΕΕ, ώστε να μειωθεί η εξάρτηση από τις ΗΠΑ. Η Γερμανία επιδιώκει να καθιερωθεί ως ο πυλώνας της ευρωπαϊκής άμυνας καθώς διαθέτει τον μεγαλύτερο αμυντικό προϋπολογισμό στην ΕΕ και προσπαθεί να συνδέσει τη δική της εθνική ασφάλεια με μια συλλογική ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική άμυνας. Ταυτόχρονα, όμως, αντιμετωπίζει πολιτικές και κοινωνικές αντιδράσεις στο εσωτερικό, καθώς οι απαιτήσεις για συνεχείς αυξήσεις στρατιωτικών δαπανών ανταγωνίζονται τις ανάγκες για επενδύσεις σε κοινωνικούς τομείς.Η ανάδειξή της Γερμανίας σε κυρίαρχο αμυντικό πυλώνα της Ευρώπης ενέχει σοβαρούς κινδύνους αναβίωσης της γερμανικής επεκτατικής πολιτικής, που εφαρμόστηκε σε δύο παγκόσμιους πολέμους, για διάφορους λόγους. Πρώτον, η ιδέα μιας Γερμανίας με ισχυρό στρατό προκαλεί ακόμα τρόμο σε κράτη όπως η Πολωνία ή οι Βαλτικές χώρες, που ιστορικά βίωσαν τον γερμανικό μιλιταρισμό και τον ρατσισμό του Τρίτου Ράιχ. Η ραγδαία στρατιωτική ενίσχυση μπορεί να ενισχύσει φόβους ηγεμονίας, ειδικά αν δεν συνοδεύεται από σαφείς ευρωπαϊκούς μηχανισμούς ελέγχου και συνεργασίας. Δεύτερον, σε μια ΕΕ χωρίς το Ηνωμένο Βασίλειο, η Γερμανία δύναται να μεταμορφωθεί σε κυρίαρχη στρατιωτική δύναμη της Ευρώπης αναδιατάσσοντας τις ισορροπίες ισχύος στο εσωτερικό της ΕΕ. Η Γαλλία, που παραδοσιακά διεκδικεί τον ρόλο του κύριου παρόχου ασφάλειας στην Ευρώπη, βλέπει τον γερμανικό στρατιωτικό εκσυγχρονισμό ως πιθανή πρόκληση. Αν λάβουμε δε υπόψη μας την κρίσιμη κατάσταση της γαλλικής οικονομίας και την πολιτική αστάθεια που επικρατεί, μπορούμε να αντιληφθούμε ότι η Γερμανία θα υπερισχύσει στον παραδοσιακό γαλλογερμανικό άξονα με ο,τι αυτό συνεπάγεται για τη συνοχή της ΕΕ. Τρίτον, υπάρχει ο κίνδυνος η υπόλοιπη Ευρώπη να εξαρτηθεί υπέρμετρα από τη γερμανική στρατιωτική ισχύ. Αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια μορφή ασύμμετρης ολοκλήρωσης, όπου η ευρωπαϊκή άμυνα θα ταυτίζεται με τα γερμανικά στρατηγικά συμφέροντα, περιορίζοντας τον ρόλο μικρότερων κρατών και υποβαθμίζοντας την ισορροπία που απαιτεί μια πραγματικά κοινή πολιτική ασφάλειας. Άλλωστε, είδαμε πως η οικονομική ισχύς της Γερμανίας κατεύθυνε τις εξελίξεις κατά την οικονομική κρίση. Τέταρτον, η ταχεία ενίσχυση της γερμανικής στρατιωτικής ισχύος μπορεί να εκληφθεί από τη Ρωσία όχι μόνο ως αμυντική ανάγκη αλλά και ως δυνητική επιθετική πρόκληση, αυξάνοντας τον κίνδυνο κλιμάκωσης. Παράλληλα, η Ουάσινγκτον υπό τον Ντόναλντ Τραμπ, αν και πιέζει το Βερολίνο να δαπανά περισσότερα για την άμυνα, ενδέχεται να δει με ανησυχία την υπερβολική στρατιωτική αυτονόμηση της Γερμανίας στο πλαίσιο μιας πιθανής ευρωπαϊκής στρατηγικής αυτονομίας που θα αποδυνάμωνε τον έλεγχο του ΝΑΤΟ. Πέμπτον, η μαζική κατεύθυνση δημοσίων πόρων προς την άμυνα μπορεί να δημιουργήσει κοινωνικές και πολιτικές εντάσεις στο εσωτερικό της Γερμανίας, καθώς απειλεί τις παροχές του κοινωνικού κράτους. Σε μια χώρα με ισχυρή ειρηνιστική παράδοση και πολιτική κουλτούρα βασισμένη στον διάλογο μετά το 1945, η επαναστρατιωτικοποίηση ενδέχεται να αναζωπυρώσει εσωτερικές αναταραχές.Συνολικά, η μεταπολεμική αμυντική πολιτική της Γερμανίας πέρασε από την πλήρη αποστρατικοποίηση σε μια περίοδο μεταψυχροπολεμικής αυτοσυγκράτησης, και σήμερα σε μια φάση ενεργού επανεξοπλισμού και ανάληψης μεγαλύτερων ευθυνών για την ασφάλεια της Ευρώπης κυρίως λόγω της ρωσικής απειλής. Σήμερα, η Bundeswehr τείνει να γίνει ένας από τους βασικούς πυλώνες της σχεδιαζόμενης ευρωπαϊκής άμυνας. Η πολιτική Τραμπ ασκεί ισχυρή πίεση για δραστική αύξηση των αμυντικών δαπανών στο ΝΑΤΟ, λειτουργώντας ως συγκρουσιακό αλλά και καταλυτικό παράγοντα για τη Γερμανία. Η απάντηση του Βερολίνου – μέσω του επανεξοπλισμού της – αποτυπώνει την προσπάθεια να ισορροπήσει ανάμεσα στις απαιτήσεις συμμαχικών προσδοκιών του ΝΑΤΟ, στις ρωσικές προκλήσεις αλλά και στις πρακτικές δυνατότητες της χώρας. Η δημιουργία αυτόνομης ευρωπαϊκής άμυνας περνάει μέσα από τον επανεξοπλισμό της Γερμανίας αλλά και της πιθανής κυριαρχίας της σε έναν ευρωπαϊκό στρατό λόγω της ισχύος της. Οι κίνδυνοι από αυτή την εξέλιξη είναι πολλοί και σχετίζονται με το ναζιστικό παρελθόν της Γερμανίας. Η κλιμάκωση του πολέμου στην Ουκρανία και η πιθανή στρατιωτική εμπλοκή της Γερμανίας και άλλων χωρών στο ρώσο-ουκρανικό μέτωπο ενέχει σοβαρούς κινδύνους για την ειρήνη στην Ευρώπη. Η ρωσική απειλή και οι πιέσεις του ΝΑΤΟ επαναπροσδιορίζουν το ουδέτερο στρατιωτικό δόγμα της Γερμανίας που είχε διαμορφωθεί μεταπολεμικά και επαναφέρουν την Γερμανία στον πυρήνα της Ευρωπαϊκής Άμυνας
Ο Δρ. Παναγιώτης Σφαέλος είναι Νομικός, Διεθνολόγος και Δημοσιογράφος, Διεθνής Αντιπρόεδρος της Ένωσης Ευρωπαίων Δημοσιογράφων, Γενικός Γραμματέας του Ελληνικού Τμήματος της Ένωσης Ευρωπαίων Δημοσιογράφων και Αντιπρόεδρος-Διευθυντής Ερευνών του Κέντρου Διεθνών Στρατηγικών Αναλύσεων (ΚΕΔΙΣΑ). Επίσης, είναι Αναπληρωτής Καθηγητής στην Σχολή Αξιωματικών της Ελληνικής Αστυνομίας. Έχει διδάξει στο Πανεπιστήμιο Λευκωσίας και στο IST College. Είναι τακτικός Αρθρογράφος σε γνωστές ειδησεογραφικές ιστοσελίδες. Είναι Διδάκτωρ Ευρωπαϊκού Δικαίου του Πανεπιστημίου Kent. Έχει Μεταπτυχιακό στο Ευρωπαϊκό Δίκαιο. Έχει σπουδάσει Νομικά, Διεθνείς Ευρωπαϊκές Σπουδές και Δημοσιογραφία.

Dr. Panagiotis Sfaelos
Professor – Journalist , Vice President, Association of European Journalists (AEJ), Secretary General, AEJ Greece ,
Vice President – Research Director KEDISA
Leave a Reply